- διαμοιράζομαι
- διαμοιράζομαι, διαμοιράστηκα, διαμοιρασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αποπλανώ — (AM ἀποπλανῶ, άω, Α κ. έω) νεοελλ. 1. ξεγελώ με απατηλές υποσχέσεις, παρασύρω, ξελογιάζω γυναίκα 2. ενεργώ ασελγείς πράξεις σε βάρος ανηλίκου ή πνευματικά ανάπηρου προσώπου αρχ. Ι. 1. εκτρέπω από την ευθεία, απομακρύνω από το κύριο θέμα 2.… … Dictionary of Greek
μετανέμομαι — (Μ) διανέμομαι, διαμοιράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + νέμομαι «μοιράζομαι»] … Dictionary of Greek